- ὀφθαλμικῆς
- ὀφθαλμικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ερυθροψία — Διαταραχή της όρασης που έχει αποτέλεσμα να βλέπει ο ασθενής όλα τα αντικείμενα κόκκινα. Η ε. είναι σχεδόν πάντα παροδική κατάσταση, που εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας πάθησης, όπως η επιληψία, ή έπειτα από εγχείρηση καταρράκτη. Οφείλεται όμως… … Dictionary of Greek
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
οφθαλμοπάθεια — η ονομασία κάθε οφθαλμικής πάθησης, αλλ. οφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
πάχωμα — τὸ, Α [παχώ] νοσηρή διόγκωση της οφθαλμικής μεμβράνης … Dictionary of Greek
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
ζυγωματικό νεύρο — Κλάδος του άνω γναθικού νεύρου ο οποίος, μέσα από το υποκόγχιο σχίσμα, φτάνει στο εξωτερικό τοίχωμα της οφθαλμικής κόγχης και, κατόπιν, διέρχεται από τον ζυγωματικό πόρο. Από το σημείο αυτό, το ζ.ν. διακλαδίζεται στο ζυγωματοκροταφικό, που… … Dictionary of Greek